διημερεύει

διημερεύει
διημερεύω
pass the day
pres ind mp 2nd sg
διημερεύω
pass the day
pres ind act 3rd sg
διημερεύω
pass the day
pres ind mp 2nd sg
διημερεύω
pass the day
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διημερεύω — διημέρευσα 1. περνώ κάπου την ημέρα μου: Το καλοκαίρι συχνά διημερεύουμε στην ακροθαλασσιά. 2. για κατάστημα, μένω ανοιχτός όλη την ημέρα: Το φαρμακείο διημερεύει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”